Η Αναγέννηση και η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση View more presentations or Upload your own. Ενδεικτικές ερωτήσεις Κεφ.1 Αναγέννηση και Θρησκευτική Μεταρρύθμιση 1. Τι ονομάζεται Ουμανισμός (Ανθρωπισμός); 2. Ποια και τίνος εφεύρεση βοήθησε στη διάδοση των ιδεών του Ανθρωπισμού; 3. Ποιοι μεγάλοι ζωγράφοι αναδείχτηκαν κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης; 4. Ποιοι μεγάλοι συγγραφείς αναδείχτηκαν κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης; 5. Ποιοι μεγάλοι επιστήμονες αναδείχτηκαν κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης; 6. Τι είναι η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, σε τι αντιδρούσαν οι προτεστάντες, με ποιον επικεφαλής και ποια ήταν η συνέπειά της; Κεφ.2 Από τις Γεωγραφικές Ανακαλύψεις στον Διαφωτισμό 1. Ποιοι ήταν οι μεγάλοι θαλασσοπόροι της εποχής των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων και ποια ήταν τα επιτεύγματά τους; 2. Αναφέρετε τις θετικές συνέπειες των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων. 3. Αναφέρετε τις αρνητικές συνέπειες των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων. 4. Τι ήταν ο Διαφωτισμός; 5. Ποιες μεγάλες μορφές του Διαφωτισμού διακρίθηκαν; 6. Ποιοι επιστημονικοί και καλλιτεχνικοί τομείς αναπτύχθηκαν την εποχή του Διαφωτισμού; Ο αιώνας του Διαφωτισμού |
Από τις Γεωγραφικές Ανακαλύψεις στο Διαφωτισμό View more presentations or Upload your own. Ο άνθρωπος της ΑναγέννησηςΗ Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση View more presentations or Upload your own. Η Γαλλική Επανάσταση (ντοκιμαντέρ) |
|
|
Β' ΕΝΟΤΗΤΑ
Οι Έλληνες κάτω από την οθωμανική και
τη λατινική κυριαρχία (1453-1821)
Μέσα σε δυο αιώνες (15ος - 17ος αιώνας) οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέκτησαν ολόκληρη σχεδόν την ελληνική Χερσόνησο. Ορισμένες όμως περιοχές παρέμειναν, ήδη από το 1204, για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα στην κυριαρχία των Λατίνων και κυρίως των Βενετών, των Γενουατών και των Φράγκων.
Σχεδιάγραμμα |
ΠαρουσίασηΗ κατάκτηση της ελληνικής Χερσονήσου View more presentations or Upload your own. |
Ενδεικτικές ερωτήσεις
- Τι ονομάζεται Τουρκοκρατία;
- Ποιες δυσκολίες αντιμετώπιζαν οι Έλληνες κατά τους πρώτους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας; Τι άλλαξε μετά τον 16 αιώνα;
- Ποιες ήταν οι συνθήκες ζωής των κατοίκων στις βενετοκρατούμενες περιοχές;
- Ποιες περιοχές της Ελλάδας δεν υπέστησαν ποτέ την οθωμανική κυριαρχία;
- Τι ονομάστηκε "ρεμπελιό των ποπολάρων";
- Για ποιους λόγους, αναφέρει το βιβλίο, δεν αφομοιώθηκαν οι Έλληνες;
Μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι υπόδουλοι Έλληνες ζούσαν δύσκολα, καθώς αντιμετώπιζαν πολλές διακρίσεις,
ιδιαίτερα τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Πολλές από αυτές είχαν σχέση με τη φορολογία.
ιδιαίτερα τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Πολλές από αυτές είχαν σχέση με τη φορολογία.
Οι συνθήκες ζωής των υποδούλων View more presentations or Upload your own. |
|
Άλλες πηγές:
- Oι Φαναριώτες και το πολιτικό τους όραμα
- Εμπορική δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου στην Kωνσταντινούπολη κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας
Kεφαλικός φόρος
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί του ελληνικού χώρου ήταν υποχρεωμένοι να εξαργυρώνουν την αποδοχή της θρησκευτικής τους ταυτότητας από το κράτος, καταβάλλοντας, σε ετήσια βάση, ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό, τον κεφαλικό φόρο (cizye, harac). H καταβολή του φόρου αυτού ήταν σύμφωνη με τον ιερό νόμο του Iσλάμ, ο οποίος όριζε πως οι "άπιστοι", που κατοικούσαν στη γη των "πιστών" ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν χρήματα για την "προστασία" τους από τους μουσουλμάνους.
Tο ύψος του κεφαλικού φόρου καταλογιζόταν σε κάθε νοικοκυριό (hane) και δεν παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση. Eπιβαρυνόταν, σχεδόν ισόποσα, όλος ο ενήλικος ανδρικός υποτελής πληθυσμός. Mειωμένο φόρο πλήρωναν οι χήρες-επικεφαλής οικογενειών και οι, συγκριτικά, φτωχότερες οικογένειες. Oι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι ανάπηροι, και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιερείς και οι μοναχοί εξαιρούνταν από το χαράτσι. Δεν πλήρωναν, επίσης, κεφαλικό φόρο εκείνες οι κατηγορίες του χριστιανικού πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν ειδικές υπηρεσίες προς την Πύλη, όπως για παράδειγμα οι Bλάχοι, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων ή οι αρματολοί.
Tο χαράτσι, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός από το 16ο αιώνα και μετά αυτός ο φόρος, λειτούργησε σαν σύμβολο της ανελαστικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής, και κατέληξε να υποδηλώνει στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και ως τις μέρες μας, το δυσβάσταχτο οικονομικό και ψυχολογικό βάρος, που προκαλεί γενικά η φορολογική επιβάρυνση.
Έκτακτοι φόροι
Η οθωμανική εξουσία κατέφευγε διαρκώς σε έκτακτη φορολόγηση των υπηκόων της, προκειμένου να καλύψει το υψηλό κόστος συντήρησης του διοικητικού και πολεμικού της μηχανισμού. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί καδήδες απαιτούσαν, κάθε 3 έως 5 χρόνια, φόρους για το πέρασμα από τα ορεινά στενά και τις γέφυρες, για την πώληση εμπορευμάτων στις αγορές και τα πανηγύρια, για την ενίσχυση και την τροφοδοσία του στρατεύματος, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και για πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές ανάγκες ή οικονομικές λειτουργίες.
Οι εισφορές αυτές απαιτούνταν από όλους τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών, μουσουλμάνους και μη, σε είδος, σε χρήμα, κάποτε δε και σε εργασία. Eξαιρέσεις γίνονταν μόνο για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν, σε πάγια βάση, ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως για παράδειγμα οι φύλακες των στενών ή οι εκπαιδευτές και προμηθευτές γερακιών. H κατανομή του avariz -όπως ήταν γνωστή αυτή η φορολογική κατηγορία- ποίκιλλε ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες του κράτους στη χρονική στιγμή της επιβολής του. Aπό το 17ο αιώνα όμως και μετά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, επιβαρυνόταν, όλο και πιο συχνά, με έκτακτους φόρους, ενώ τη διαδικασία είσπραξης και καταγραφής του avariz φαίνεται ότι κατεύθυναν πλέον απευθείας οι γραφείς του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, καθώς και ανώτερα στελέχη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σταδιακά αυτό το είδος της φορολογικής επιβάρυνσης σε σταθερή και σημαντική σε όγκο εκροή πόρων από τις ελληνικές περιφέρειες προς το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
(πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί του ελληνικού χώρου ήταν υποχρεωμένοι να εξαργυρώνουν την αποδοχή της θρησκευτικής τους ταυτότητας από το κράτος, καταβάλλοντας, σε ετήσια βάση, ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό, τον κεφαλικό φόρο (cizye, harac). H καταβολή του φόρου αυτού ήταν σύμφωνη με τον ιερό νόμο του Iσλάμ, ο οποίος όριζε πως οι "άπιστοι", που κατοικούσαν στη γη των "πιστών" ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν χρήματα για την "προστασία" τους από τους μουσουλμάνους.
Tο ύψος του κεφαλικού φόρου καταλογιζόταν σε κάθε νοικοκυριό (hane) και δεν παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση. Eπιβαρυνόταν, σχεδόν ισόποσα, όλος ο ενήλικος ανδρικός υποτελής πληθυσμός. Mειωμένο φόρο πλήρωναν οι χήρες-επικεφαλής οικογενειών και οι, συγκριτικά, φτωχότερες οικογένειες. Oι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι ανάπηροι, και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιερείς και οι μοναχοί εξαιρούνταν από το χαράτσι. Δεν πλήρωναν, επίσης, κεφαλικό φόρο εκείνες οι κατηγορίες του χριστιανικού πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν ειδικές υπηρεσίες προς την Πύλη, όπως για παράδειγμα οι Bλάχοι, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων ή οι αρματολοί.
Tο χαράτσι, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός από το 16ο αιώνα και μετά αυτός ο φόρος, λειτούργησε σαν σύμβολο της ανελαστικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής, και κατέληξε να υποδηλώνει στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και ως τις μέρες μας, το δυσβάσταχτο οικονομικό και ψυχολογικό βάρος, που προκαλεί γενικά η φορολογική επιβάρυνση.
Έκτακτοι φόροι
Η οθωμανική εξουσία κατέφευγε διαρκώς σε έκτακτη φορολόγηση των υπηκόων της, προκειμένου να καλύψει το υψηλό κόστος συντήρησης του διοικητικού και πολεμικού της μηχανισμού. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί καδήδες απαιτούσαν, κάθε 3 έως 5 χρόνια, φόρους για το πέρασμα από τα ορεινά στενά και τις γέφυρες, για την πώληση εμπορευμάτων στις αγορές και τα πανηγύρια, για την ενίσχυση και την τροφοδοσία του στρατεύματος, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και για πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές ανάγκες ή οικονομικές λειτουργίες.
Οι εισφορές αυτές απαιτούνταν από όλους τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών, μουσουλμάνους και μη, σε είδος, σε χρήμα, κάποτε δε και σε εργασία. Eξαιρέσεις γίνονταν μόνο για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν, σε πάγια βάση, ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως για παράδειγμα οι φύλακες των στενών ή οι εκπαιδευτές και προμηθευτές γερακιών. H κατανομή του avariz -όπως ήταν γνωστή αυτή η φορολογική κατηγορία- ποίκιλλε ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες του κράτους στη χρονική στιγμή της επιβολής του. Aπό το 17ο αιώνα όμως και μετά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, επιβαρυνόταν, όλο και πιο συχνά, με έκτακτους φόρους, ενώ τη διαδικασία είσπραξης και καταγραφής του avariz φαίνεται ότι κατεύθυναν πλέον απευθείας οι γραφείς του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, καθώς και ανώτερα στελέχη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σταδιακά αυτό το είδος της φορολογικής επιβάρυνσης σε σταθερή και σημαντική σε όγκο εκροή πόρων από τις ελληνικές περιφέρειες προς το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
(πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)
Οι ραγιάδες αντιστέκονται στην πληρωμή των φόρων (1702)
Κάτοικοι του χωριού Αϊβάτι (της περιοχής Λαγκαδά) στρέφονται κα-τά του Τούρκου φοροειοπράκτορα.
«Ενώ ήταν απασχολημένος με τη διανομή των αποδείξεων του κεφαλικού φόρου στους κατοίκους του χωριού Αϊβάτι, οι προύχοντες... και εκατό άπιστοι ταραξίες ομοϊδεάτες τους που τους ακολουθούσαν συγκεντρώθηκαν, κραύγαζαν: δε δίνουμε κεφαλικό φόρο. Μετά επι-τέθηκαν στο σπίτι του, έκαψαν και εξαφάνισαν αποδείξεις του κεφαλι-κού φόρου και γενικά προξένησαν μεγάλη ζημιά στο κράτος».
(Απόστολου Βακαλόπουλου, Πηγές της ιστορίας της Μακεδονίας 1354-1833)
«Ενώ ήταν απασχολημένος με τη διανομή των αποδείξεων του κεφαλικού φόρου στους κατοίκους του χωριού Αϊβάτι, οι προύχοντες... και εκατό άπιστοι ταραξίες ομοϊδεάτες τους που τους ακολουθούσαν συγκεντρώθηκαν, κραύγαζαν: δε δίνουμε κεφαλικό φόρο. Μετά επι-τέθηκαν στο σπίτι του, έκαψαν και εξαφάνισαν αποδείξεις του κεφαλι-κού φόρου και γενικά προξένησαν μεγάλη ζημιά στο κράτος».
(Απόστολου Βακαλόπουλου, Πηγές της ιστορίας της Μακεδονίας 1354-1833)
Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας την θρησκευτική και πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων αποτελούσαν ο Πατριάρχης, οι Φαναριώτες και οι προεστοί ή δημογέροντες.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι κατήργησαν τη βυζαντινή διοίκηση στις χώρες που κατέκτησαν. Πιο ανεκτικοί φάνηκαν απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, διευρύνοντας τις αρμοδιότητές του. Ο Πατριάρχης, εκτός από θρησκευτικός ηγέτης, ήταν και εκπρόσωπος του ρουμ μιλέτ, των υπόδουλων δηλαδή Ορθόδοξων Χριστιανών και λογοδοτούσε στο Σουλτάνο για τις πράξεις τους. Έτσι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία δεν είχε μόνο θρησκευτικά καθήκοντα αλλά αποφάσιζε και για ποικίλες υποθέσεις, όπως π.χ. για τις κληρονομιές. Παράλληλα, ο Πατριάρχης είχε τη δυνατότητα να ιδρύει σχολεία και να επιβάλλει ειδική φορολογία στους πιστούς.
Κάποιοι ορθόδοξοι κληρικοί αντιμετώπιζαν την τουρκική κατάκτηση ως θεραπεία σταλμένη από τον Θεό για τα σφάλματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και του βυζαντινού λαού. Ωστόσο, υπήρχαν ιεράρχες, όπως ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Β', που είχαν επηρεασθεί από τις ευρωπαϊκές ιδέες και αμφισβητούσαν την υποταγή στους Τούρκους. Άλλα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πάλι, σαν το μοναχό Μάξιμο τον Γραικό που αναγνωρίσθηκε ως άγιος στη Μόσχα, καλλιέργησαν περαιτέρω σχέσεις με τη Ρωσία. Έτσι, οι Ρώσοι ταυτίστηκαν στη σκέψη των υπόδουλων Χριστιανών, με το «ξανθό γένος», που θα ελευθέρωνε την Κωνσταντινούπολη από τους απίστους.
Οι Φαναριώτες αποτελούσαν μια άλλη ηγετική ομάδα των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επρόκειτο για ορισμένες πλούσιες οικογένειες που ζούσαν στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είχαν αξιόλογη μόρφωση, γνώριζαν ξένες γλώσσες και ανελάμβαναν υψηλά αξιώματα στην οθωμανική διοίκηση. Οι Φαναριώτες, όπως και οι ιεράρχες, ήταν απόλυτα εξαρτημένοι από τις διαθέσεις του κάθε Σουλτάνου.
Εκτός από τις δύο προηγούμενες ομάδες, μεγάλη εξουσία είχαν οι κοινοτικοί άρχοντες της εποχής, γνωστοί ως επίτροποι, δημογέροντες, προεστοί και κοτζαμπάσηδες. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να σεβαστούν την τοπική ηγεσία κάθε χωριού, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν κατάλληλα οργανωμένο διοικητικό μηχανισμό για να υπολογίζουν τον φόρο που αναλογούσε σε κάθε κάτοικο. Με το πέρασμα του χρόνου, αρκετοί κοινοτικοί άρχοντες απέκτησαν μεγάλη περιουσία και πολιτική δύναμη.
Κάποιοι ορθόδοξοι κληρικοί αντιμετώπιζαν την τουρκική κατάκτηση ως θεραπεία σταλμένη από τον Θεό για τα σφάλματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και του βυζαντινού λαού. Ωστόσο, υπήρχαν ιεράρχες, όπως ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Β', που είχαν επηρεασθεί από τις ευρωπαϊκές ιδέες και αμφισβητούσαν την υποταγή στους Τούρκους. Άλλα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πάλι, σαν το μοναχό Μάξιμο τον Γραικό που αναγνωρίσθηκε ως άγιος στη Μόσχα, καλλιέργησαν περαιτέρω σχέσεις με τη Ρωσία. Έτσι, οι Ρώσοι ταυτίστηκαν στη σκέψη των υπόδουλων Χριστιανών, με το «ξανθό γένος», που θα ελευθέρωνε την Κωνσταντινούπολη από τους απίστους.
Οι Φαναριώτες αποτελούσαν μια άλλη ηγετική ομάδα των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επρόκειτο για ορισμένες πλούσιες οικογένειες που ζούσαν στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είχαν αξιόλογη μόρφωση, γνώριζαν ξένες γλώσσες και ανελάμβαναν υψηλά αξιώματα στην οθωμανική διοίκηση. Οι Φαναριώτες, όπως και οι ιεράρχες, ήταν απόλυτα εξαρτημένοι από τις διαθέσεις του κάθε Σουλτάνου.
Εκτός από τις δύο προηγούμενες ομάδες, μεγάλη εξουσία είχαν οι κοινοτικοί άρχοντες της εποχής, γνωστοί ως επίτροποι, δημογέροντες, προεστοί και κοτζαμπάσηδες. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να σεβαστούν την τοπική ηγεσία κάθε χωριού, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν κατάλληλα οργανωμένο διοικητικό μηχανισμό για να υπολογίζουν τον φόρο που αναλογούσε σε κάθε κάτοικο. Με το πέρασμα του χρόνου, αρκετοί κοινοτικοί άρχοντες απέκτησαν μεγάλη περιουσία και πολιτική δύναμη.
Οι ελληνικές κοινότητες κατά την οθωμανική κυριαρχία
Η θρησκευτική και η πολιτική οργάνωση των Ελλήνων
View more presentations or Upload your own.
Πολλοί ήταν οι Έλληνες που αντιστάθηκαν στην οθωμανική κυριαρχία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι Κλέφτες, που ζούσαν συνήθως στα βουνά. Αλλά και οι Αρματολοί, παρόλο που διορίζονταν από τους Τούρκους, συχνά βοηθούσαν τους κλέφτες.
Καθώς οι Οθωμανοί Τούρκοι επέκτειναν την κυριαρχία τους στη Βαλκανική Χερσόνησο, είχαν να αντιμετωπίσουν διάφορες εξεγέρσεις από ομάδες Ελλήνων που συνέχιζαν την παράδοση των πολεμιστών του Βυζαντίου.
Ένας από τους σημαντικότερους πολεμιστές ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς, ο οποίος είχε για ορμητήριο του τη Μάνη, μια από τις λίγες περιοχές που δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους. Οι Μανιάτες ήταν ορεσίβιοι, που «αγρυπνούν νύχτα μέρα για να διατηρήσουν την ελευθερία τους και δεν εννοούν να αναγνωρίσουν κανένα ηγεμόνα επί της γης», όπως τους περιέγραψε Γάλλος περιηγητής.
Άλλοι ένοπλοι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν οι Κλέφτες. Οι κλέφτες ζούσαν στην ύπαιθρο και είχαν τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, η καθεμιά με τον καπετάνιο της και το δικό της μπαϊράκι. Βασικό χαρακτηριστικό των κλεφτών ήταν η εχθρότητα που ένιωθαν για τους Τούρκους και γενικά για την εξουσία, στοιχείο που τους έκανε αγαπητούς στο λαό. Έτσι, οι κλέφτες έγιναν σύμβολο της αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στους κατακτητές.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους κλέφτες και να αποκαταστήσουν την ασφάλεια στην ύπαιθρο, οι Οθωμανοί Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ένοπλους Έλληνες, πρώην κλέφτες, τους αρματολούς. Ωστόσο οι Αρματολοί, παρόλο που ήταν βοηθητικά στρατεύματα των Τούρκων, συνεργάζονταν συνήθως με τους κλέφτες. Παρατηρήθηκε έτσι το φαινόμενο, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, πολλοί αρματολοί να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να προσχωρούν στις τάξεις των κλεφτών.
Φημισμένοι αρματολοί ήταν ο Γεώργιος Ανδρίτζος, ο Κατσαντώνης στη Ρούμελη, ο Νικοτσάρας στον Όλυμπο, οι Σουλιώτες Γεώργιος Μπότσαρης και Λάμπρος Τζαβέλλας και πολλοί άλλοι. Αρκετοί από τους γιους, τους συγγενείς ή τα πρωτοπαλίκαρα τους συμμετείχαν αργότερα στη Μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Ένας από τους σημαντικότερους πολεμιστές ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς, ο οποίος είχε για ορμητήριο του τη Μάνη, μια από τις λίγες περιοχές που δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους. Οι Μανιάτες ήταν ορεσίβιοι, που «αγρυπνούν νύχτα μέρα για να διατηρήσουν την ελευθερία τους και δεν εννοούν να αναγνωρίσουν κανένα ηγεμόνα επί της γης», όπως τους περιέγραψε Γάλλος περιηγητής.
Άλλοι ένοπλοι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν οι Κλέφτες. Οι κλέφτες ζούσαν στην ύπαιθρο και είχαν τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, η καθεμιά με τον καπετάνιο της και το δικό της μπαϊράκι. Βασικό χαρακτηριστικό των κλεφτών ήταν η εχθρότητα που ένιωθαν για τους Τούρκους και γενικά για την εξουσία, στοιχείο που τους έκανε αγαπητούς στο λαό. Έτσι, οι κλέφτες έγιναν σύμβολο της αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στους κατακτητές.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους κλέφτες και να αποκαταστήσουν την ασφάλεια στην ύπαιθρο, οι Οθωμανοί Τούρκοι χρησιμοποιούσαν ένοπλους Έλληνες, πρώην κλέφτες, τους αρματολούς. Ωστόσο οι Αρματολοί, παρόλο που ήταν βοηθητικά στρατεύματα των Τούρκων, συνεργάζονταν συνήθως με τους κλέφτες. Παρατηρήθηκε έτσι το φαινόμενο, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, πολλοί αρματολοί να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να προσχωρούν στις τάξεις των κλεφτών.
Φημισμένοι αρματολοί ήταν ο Γεώργιος Ανδρίτζος, ο Κατσαντώνης στη Ρούμελη, ο Νικοτσάρας στον Όλυμπο, οι Σουλιώτες Γεώργιος Μπότσαρης και Λάμπρος Τζαβέλλας και πολλοί άλλοι. Αρκετοί από τους γιους, τους συγγενείς ή τα πρωτοπαλίκαρα τους συμμετείχαν αργότερα στη Μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί View more presentations or Upload your own. |
Η σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδωσε τη δυνατότητα στους υπόδουλους Έλληνες να αναπτύξουν οικονομική δραστηριότητα, κυρίως εμπορική και να πλουτίσουν από αυτήν. Οι εμπορικές σχέσεις με τη Δύση τους έφεραν σε επαφή και με τις επαναστατικές ιδέες του τέλους του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρκετοί Έλληνες έφυγαν από τη γενέτειρά τους και μετανάστευσαν, είτε εξαιτίας των πολέμων είτε για οικονομικούς λόγους, σε άλλες περιοχές. Εκεί δημιούργησαν νέες κοινότητες, τις παροικίες.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρκετοί Έλληνες έφυγαν από τη γενέτειρά τους και μετανάστευσαν, είτε εξαιτίας των πολέμων είτε για οικονομικούς λόγους, σε άλλες περιοχές. Εκεί δημιούργησαν νέες κοινότητες, τις παροικίες.
Νέες εμπορικές ισορροπίες
Από τα μέσα του 17ου και σ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, διαμορφώνονταν νέες εμπορικές ισορροπίες στη νοτιοανατολική Eυρώπη. Οι εξελίξεις στη μακραίωνη οθωμανο-αυστροουγγρική διένεξη, οι οποίες επέτρεψαν τη σταδιακή αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ των οθωμανικών εδαφών και της κεντρικής Eυρώπης, οι καινούργιοι δρόμοι του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, που αποφόρτισαν τις συγκρούσεις για τον έλεγχο των θαλάσσιων διαδρομών στην ανατολική Μεσόγειο, και η αποδυνάμωση του οθωμανικού κράτους, η οποία λειτούργησε θετικά ως προς τη δραστηριοποίηση βαλκανικών εμπορικών ομάδων και φορέων, άλλαξαν τη "γεωγραφία" του εμπορίου στις οθωμανικές περιφέρειες.
Στην ηπειρωτική ζώνη της Mακεδονίας και της Hπείρου, πόλεις και οικισμοί, οι οποίοι κατάφερναν να συνδεθούν με το χερσαίο εμπορικό δρόμο της κεντρικής Eυρώπης, γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Η Mοσχόπολη, τα Γιάννενα, η Σιάτιστα, η Kοζάνη, το Μοναστήρι, οι Σέρρες, το Mελένικο είναι πόλεις, για τις οποίες ο 18ος αιώνας υπήρξε χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη εποχή στην οικονομική -και όχι μόνο- ιστορία τους.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/emporio/gegonota/
Στην ηπειρωτική ζώνη της Mακεδονίας και της Hπείρου, πόλεις και οικισμοί, οι οποίοι κατάφερναν να συνδεθούν με το χερσαίο εμπορικό δρόμο της κεντρικής Eυρώπης, γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Η Mοσχόπολη, τα Γιάννενα, η Σιάτιστα, η Kοζάνη, το Μοναστήρι, οι Σέρρες, το Mελένικο είναι πόλεις, για τις οποίες ο 18ος αιώνας υπήρξε χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη εποχή στην οικονομική -και όχι μόνο- ιστορία τους.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/emporio/gegonota/
Oι διομολογήσεις
Από τα πρώτα χρόνια της εδραίωσής της στον μεσογειακό χώρο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία φρόντισε να οργανώσει τις εμπορικές της συναλλαγές με τις Δυτικές Δυνάμεις. Mε άξονα τις επιταγές της εξωτερικής της πολιτικής, την ισλαμική κοσμοθεωρία, αλλά και την εμπειρία που της κληροδοτήθηκε από την Υστεροβυζαντινή περίοδο, προχώρησε σε μεγάλες εμπορικές συμφωνίες, στην αρχή με τις ιταλικές εμπορικές πόλεις (Βενετία, Γένοβα, Φλωρεντία) και στη συνέχεια με τη Γαλλία, την Aγγλία και την Oλλανδία. Oι συμφωνίες αυτές, γνωστές ως διομολογήσεις, δημιουργούσαν κάθε φορά προνομιακές συνθήκες εμπορίας σε επιμέρους περιοχές της αυτοκρατορίας για συγκεκριμένες ομάδες εμπόρων και εμπορικών συμφερόντων.
Λατίνοι και δυτικοευρωπαίοι έμποροι οργάνωσαν μόνιμες αντιπροσωπείες σε σημαντικά λιμάνια και αγορές του ελληνικού και μικρασιατικού χώρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι εγκαταστάσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ανθηρές κοινότητες αλλοδαπών, με μακραίωνη παρουσία και ισχυρή εκπροσώπηση στη δημόσια ζωή της αντίστοιχης πόλης ή του λιμανιού. Ήταν δε τόσο σημαντική η εμπορική δραστηριότητα, την οποία εγκαινίαζαν οι διομολογήσεις, ώστε ολόκληρες περιοχές του ελλαδικού χώρου (νοτιοδυτική Πελοπόννησος, νησιά ανατολικού Aιγαίου, Σμύρνη, Kρήτη κ.ά.) απόκτησαν πάγιες διασυνδέσεις με κέντρα της δυτικής Eυρώπης και της Iταλίας, οι οποίες δεν περιορίστηκαν μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν σημαντικά την πολιτισμική, πνευματική και κοινωνική τους φυσιογνωμία.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/emporio/gegonota/
Λατίνοι και δυτικοευρωπαίοι έμποροι οργάνωσαν μόνιμες αντιπροσωπείες σε σημαντικά λιμάνια και αγορές του ελληνικού και μικρασιατικού χώρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι εγκαταστάσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ανθηρές κοινότητες αλλοδαπών, με μακραίωνη παρουσία και ισχυρή εκπροσώπηση στη δημόσια ζωή της αντίστοιχης πόλης ή του λιμανιού. Ήταν δε τόσο σημαντική η εμπορική δραστηριότητα, την οποία εγκαινίαζαν οι διομολογήσεις, ώστε ολόκληρες περιοχές του ελλαδικού χώρου (νοτιοδυτική Πελοπόννησος, νησιά ανατολικού Aιγαίου, Σμύρνη, Kρήτη κ.ά.) απόκτησαν πάγιες διασυνδέσεις με κέντρα της δυτικής Eυρώπης και της Iταλίας, οι οποίες δεν περιορίστηκαν μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν σημαντικά την πολιτισμική, πνευματική και κοινωνική τους φυσιογνωμία.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/emporio/gegonota/
Οι ωφέλειες από την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή
Από την άκρως ευνοϊκή για τη Ρωσία και δυσμενή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθήκη επωφελήθηκαν όλοι οι Βαλκάνιοι χριστιανοί υποτελείς του σουλτάνου, ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες, οι οποίοι καθώς τέθηκαν υπό την ασπίδα της ρωσικής πολύπλευρης προστασίας έκαναν εκτεταμένη χρήση των παρεχόμενων προνομίων και δικαιωμάτων.
Υπό τη σκέπη της αμνηστίας, της χορήγησης θρησκευτικής ελευθερίας, της ελεύθερης αποδημίας, της πολιτικής προστασίας των Ρώσων προξένων ή υποπροξένων και των διομολογήσεων βελτιώθηκαν οι όροι και το επίπεδο του κοινωνικοοικονομικού βίου τους. Πολυάριθμοι πληθυσμοί εγκατέλειψαν τον υπό οθωμανική κυριαρχία χερσαίο και νησιωτικό ελλαδικό χώρο κατευθυνόμενοι στη Ρωσία και τα μεγάλα ευρωπαϊκά ή μικρασιατικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πύκνωσαν τα αθρόα μεταναστευτικά ρεύματα της διασποράς δημιουργώντας στους ξένους τόπους, σε καθεστώς προνομιακής υποδοχής, διακριτές εθνοτικά εστίες, ανθηρές παροικίες και πολυσχιδούς δράσης κοινότητες.
Οι Έλληνες που τέθηκαν υπό τη νομική κατοχύρωση και τα πλεονεκτήματα της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή συμμετείχαν δραστικά στην πολιτισμική και οικονομική εξέλιξη των άγονων νοτιορωσικών περιοχών και συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου και της ναυτιλίας στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική.
Τα ωφελήματα των Ελλήνων από την πολυσήμαντη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή απάλυναν τις αρνητικές συνέπειες των Ορλωφικών, δημιούργησαν στην προοπτική του χρόνου ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εθνική συγκρότηση και για την προετοιμασία της Επανάστασης που οδήγησε στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Πηγή: http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11142
Υπό τη σκέπη της αμνηστίας, της χορήγησης θρησκευτικής ελευθερίας, της ελεύθερης αποδημίας, της πολιτικής προστασίας των Ρώσων προξένων ή υποπροξένων και των διομολογήσεων βελτιώθηκαν οι όροι και το επίπεδο του κοινωνικοοικονομικού βίου τους. Πολυάριθμοι πληθυσμοί εγκατέλειψαν τον υπό οθωμανική κυριαρχία χερσαίο και νησιωτικό ελλαδικό χώρο κατευθυνόμενοι στη Ρωσία και τα μεγάλα ευρωπαϊκά ή μικρασιατικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πύκνωσαν τα αθρόα μεταναστευτικά ρεύματα της διασποράς δημιουργώντας στους ξένους τόπους, σε καθεστώς προνομιακής υποδοχής, διακριτές εθνοτικά εστίες, ανθηρές παροικίες και πολυσχιδούς δράσης κοινότητες.
Οι Έλληνες που τέθηκαν υπό τη νομική κατοχύρωση και τα πλεονεκτήματα της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή συμμετείχαν δραστικά στην πολιτισμική και οικονομική εξέλιξη των άγονων νοτιορωσικών περιοχών και συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου και της ναυτιλίας στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική.
Τα ωφελήματα των Ελλήνων από την πολυσήμαντη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή απάλυναν τις αρνητικές συνέπειες των Ορλωφικών, δημιούργησαν στην προοπτική του χρόνου ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εθνική συγκρότηση και για την προετοιμασία της Επανάστασης που οδήγησε στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Πηγή: http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11142
Η οργάνωση των αποδήμων
Η μετακίνηση ομάδων και ατόμων σε έναν τόπο ξένο, η συναναστροφή τους με αλλόθρησκους και αλλοεθνείς, όπως συνέβη στην περίπτωση των βαλκανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επέδρασε καταλυτικά στην εκεί παρουσία τους, έτσι ώστε να επιδιώξουν μορφές οργάνωσης και συσπείρωσης με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά.
Στις οργανωτικές προσπάθειες συμμετείχαν όσοι είχαν κοινό τόπο καταγωγής, κοινή γλώσσα και θρησκεία. Η έννοια της ομάδας και του συνανήκειν τούς βοηθούσε τόσο στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων στην ξένη χώρα όσο και στις συνεννοήσεις με τις αρχές.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/koinonia/apodimia/thesmoi/
Στις οργανωτικές προσπάθειες συμμετείχαν όσοι είχαν κοινό τόπο καταγωγής, κοινή γλώσσα και θρησκεία. Η έννοια της ομάδας και του συνανήκειν τούς βοηθούσε τόσο στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων στην ξένη χώρα όσο και στις συνεννοήσεις με τις αρχές.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/koinonia/apodimia/thesmoi/
Οι παροικίες
Οι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που μετανάστευαν σε κάποια πόλη του εξωτερικού συγκροτούσαν παροικία. Τα μέλη της αναγνώριζαν μεταξύ τους τα κοινά χαρακτηριστικά του τόπου προέλευσης, ενδεχομένως της γλώσσας και της θρησκείας, δε συμμετείχαν όμως σε κοινές προσπάθειες ούτε αναγνωρίζονταν από τις αρχές ως μέλη κάποιου οργανωμένου συνόλου.
Οι παροικίες αρχικά χαρακτηρίζονταν από μία χαλαρή μορφή οργάνωσης μεταξύ των μελών τους, την οποία διατήρησαν κάποιες φορές ως το 19ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία άρχισαν να αφομοιώνονται από την τοπική κοινωνία. Η οργάνωση των αποδήμων και η αναγνώριση της παροικίας τους από τις αρχές της χώρας υποδοχής τούς έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, σε επίσημο επίπεδο, δικαιώματα ως σύνολο και είχαν περισσότερες πιθανότητες να τα αποκτήσουν. Στην περίπτωση που δεν οργανωνόταν θεσμικά, η παροικία επιβίωνε για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Από τις πρώτες επιδιώξεις των παροίκων ήταν η διεκδίκηση άδειας ανέγερσης εκκλησίας και η αναγνώρισή τους από τις αρχές ως κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ελληνικής παροικίας της Βενετίας, η οποία αγωνίστηκε γι' αρκετό διάστημα μέχρι ν' αποκτήσει το δικαίωμα σύστασης κοινότητας με δυνατότητα τέλεσης λειτουργίας. Παροικίες συγκροτούσαν οι απόδημοι της Βιέννης, της Βουδαπέστης, της Βενετίας, της Μασσαλίας και πολλών άλλων πόλεων.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/koinonia/apodimia/thesmoi/
Οι παροικίες αρχικά χαρακτηρίζονταν από μία χαλαρή μορφή οργάνωσης μεταξύ των μελών τους, την οποία διατήρησαν κάποιες φορές ως το 19ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία άρχισαν να αφομοιώνονται από την τοπική κοινωνία. Η οργάνωση των αποδήμων και η αναγνώριση της παροικίας τους από τις αρχές της χώρας υποδοχής τούς έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, σε επίσημο επίπεδο, δικαιώματα ως σύνολο και είχαν περισσότερες πιθανότητες να τα αποκτήσουν. Στην περίπτωση που δεν οργανωνόταν θεσμικά, η παροικία επιβίωνε για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Από τις πρώτες επιδιώξεις των παροίκων ήταν η διεκδίκηση άδειας ανέγερσης εκκλησίας και η αναγνώρισή τους από τις αρχές ως κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ελληνικής παροικίας της Βενετίας, η οποία αγωνίστηκε γι' αρκετό διάστημα μέχρι ν' αποκτήσει το δικαίωμα σύστασης κοινότητας με δυνατότητα τέλεσης λειτουργίας. Παροικίες συγκροτούσαν οι απόδημοι της Βιέννης, της Βουδαπέστης, της Βενετίας, της Μασσαλίας και πολλών άλλων πόλεων.
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/koinonia/apodimia/thesmoi/