schoolαρχείο
  • Αρχικη
  • Φυλλα εργασιας - Παρουσιασεις
    • Γλώσσα >
      • Γ Δημοτικού
      • Λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας
      • Διαδραστικό βιβλίο
      • Με λογισμό και μ' όνειρο
      • Γραμματική >
        • Ρήματα
        • Ουσιαστικά
        • Επίθετα
        • Επιρρήματα
        • Άλλα μέρη του λόγου
        • Τονισμός
      • Γραπτή έκφραση
      • Συντακτικό
      • Στρατηγικές Ανάγνωσης
      • Ανθολόγιο ποίησης
      • Δημοτικό Τραγούδι
      • Βιβλιοπαρουσιάσεις
      • Κριτήρια αξιολόγησης
      • Επαναληπτικές ασκήσεις
      • Χρήσιμοι Σύνδεσμοι
    • Μαθηματικά >
      • Μαθηματικά Στ' >
        • Οι φυσικοί αριθμοί
        • Οι δεκαδικοί αριθμοί
        • Σύγκριση - διάταξη φυσικών & δεκαδικών αριθμών
        • Η διαίρεση
        • Ιδιότητες των πράξεων-παρατηρήσεις
        • Αριθμητικές παραστάσεις
        • Μαθηματικά ΣΤ' - Ασκήσεις Εμπέδωσης Κεφ. 1-8
        • Λύση προβλημάτων τεσσάρων πράξεων
        • Διαιρέτες ενός αριθμού - Μέγιστος Κοινός Διαι
        • Κριτήρια διαιρετότητας
        • Δυνάμεις
        • Κλάσματα ομώνυμα και ετερώνυμα
        • Ισοδύναμα κλάσματα
        • Πρόσθεση - αφαίρεση κλασμάτων
        • Πολλαπλασιασμός - διαίρεση κλασμάτων
        • Λόγοι - Αναλογίες
        • Ποσοστά
        • Επαναληπτικές ασκήσεις Κεφ. 1
        • Σταυρόλεξα
      • Μαθηματικά Ε' >
        • ΚΛΑΣΜΑΤΑ >
          • ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΛΑΣΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΕΚΑΔΙΚΟ
        • Γεωμετρία
      • Μαθηματικά παιχνίδια
    • Γεωγραφία >
      • Η Γη ως ουράνιο σώμα
      • Ωκεανοί και θάλασσες
      • Η ατμόσφαιρα της Γης
      • Κλιματικές ζώνες - ζώνες βλάστησης
      • Γεωμορφολογικά στοιχεία
      • Ευρώπη
      • Κριτήρια αξιολόγησης Γεωγραφίας
    • Ιστορία >
      • Γενικά >
        • Γ Δημοτικού
        • Ε' Δημοτικού
        • Στ' Δημοτικού >
          • Σχεδιαγράμματα των κεφαλαίων
          • Κριτήρια Αξιολόγησης Ιστορίας
        • Ρήγας Φεραίος >
          • Η ζωή και το έργο του
          • Τα Επαναστατικά
          • Παρουσιάσεις
    • Φυσικές Επιστήμες >
      • E' δημοτικού >
        • Ο ήχος
      • ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ
      • Ενέργεια
      • Τα φυτά
      • Τα ζώα
      • Το αναπνευστικό σύστημα
      • Κυκλοφορικό σύστημα
      • Οξέα - Βάσεις - 'Αλατα
      • Κριτήρια αξιολόγησης Φυσικής
    • Μελέτη Περιβάλλοντος
    • Εικαστικές αναζητήσεις
    • Υμηττός: το βουνό μου
    • Από την επίσκεψή μας στο ΚΠΕ Ακράτας
  • Οι εργασιες μας
  • Τάξη ενάντια στη βία, τον σχολικό εκφοβισμό και &tau
  • Τα νέα της τάξης μας
  • Το ημερολόγιο της τάξης μας
  • Έχουν ενδιαφέρον...
  • Από τις σχολικές γιορτές
  • Συνδεόμαστε με άλλα σχολεία
  • Το Blog μας
  • Blog
  • ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Picture

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην προφορική μας λογοτεχνία  (παραμύθια, παροιμίες, ξόρκια, ευχές και κατάρες, εκφραστικές χειρονομίες και κινήσεις, μύθοι, ευτράπελες διηγήσεις, θρύλοι, λαογραφικές λέξεις και αινίγματα). Προϋπόθεση για να ανήκει κάποιο είδος λογοτεχνίας στην προφορική λογοτεχνία είναι αφενός να συναντιέται σε περισσότερους από έναν τόπους και εποχές και αφετέρου να υπάρχουν παραλλαγές εξαιτίας της προφορικής διάδοσης αυτών των ειδών από στόμα σε στόμα.

Το τραγούδι, τους στίχους δηλαδή και τη μουσική, το πρωτοφτιάχνει ένας δημιουργός, ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής. Αυτός εκφράζει τον στοχασμό των συντοπιτών του με αφορμή συνήθως κάποιο γεγονός. Ο λαϊκός ποιητής δεν αποζητά ποτέ να γίνει αυτός γνωστός, αλλά αντίθετα η ανταμοιβή του είναι το να γίνει το τραγούδι του γνωστό και σε άλλες περιοχές.

«Απ' τον πρώτο που «έβγαλε το τραγούδι», και που είναι πολλές φορές στιχουργός ή μοιρολογητής του χωρίου, «το παίρνουν» οι τραγουδιστές του χωρίου και το ξανατραγουδάνε. Ύστερα το παίζουν στις γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια οι βιολιτζήδες, οι κλαριτζήδες και οι λαβουτιέρηδες, κι έτσι φέρνει το γύρο σε κοντινά η μακρινότερα χωριά και σε πολιτείες.» (Άγης Θέρος, Τα τραγούδια των Ελλήνων).

  • Τα ακριτικά τραγούδια αποτελούν το παλαιότερο είδος δημοτικού τραγουδιού.
  • Τα δημοτικά τραγούδια έχουν ως μέτρο τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.

Είδη δημοτικού τραγουδιού

  • Ακριτικά τραγούδια
  • Ιστορικά τραγούδια
  • Κλέφτικα τραγούδια
  • Τραγούδια της ξενιτιάς
  • Παραλογές
  • Λιανοτράγουδα
  • Τραγούδια της αγάπης
  • Νυφιάτικα
  • Ναναρίσματα
  • Μοιρολόγια
  • Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου
  • Γνωμικά τραγούδια
  • Εργατικά και βλάχικα
  • Ιστορικά τραγούδια

    ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
    (1453)

    Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
    σημαίνει κ' η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
    με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις,
    κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
    Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
    κι' απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις.
    Να μπούνε 'ς το χερουβικό και νά βγη ο βασιλέας,
    φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι' άπ' αρχαγγέλου στόμα.
    "Πάψετε το χερουβικό κι' ας χαμηλώσουν τ' άγια,
    παπάδες πάρτε τα γιερά, και σεις κεριά σβηστήτε,
    γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.
    Μόν στείλτε λόγο 'ς τη Φραγκιά, νάρτουνε τρία καράβια,
    το ‘να να πάρη το σταυρό και τάλλο το βαγγέλιο,
    το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζα μας,
    μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν".
    Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ' εδάκρυσαν οι εικόνες.
    "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζης,
    πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι.

    ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ
    (Ιούλιος 1822)

    Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου
    να πας τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τη μάννα.
    Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
    'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χώμα ξαπλωμένοι.
    Στρώμά χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
    και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
    Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
    "Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
    -Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
    και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".
    Γράμματα πάνε κ' έρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
    Κλαίνε ταχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
    κλαίνε μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
  • Ακριτικά τραγούδια

    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ

    Α'

    Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει.
    Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος,
    κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
    κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση,
    πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο.
    Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
    τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
    χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
    'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
    'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.

    Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
    κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε.

    Β'

    [Κατά το επόμενον άσμα ο Διγενής αποθνήσκει, νικηθείς εν πάλη προς τον Χάρον. Ο φοβερός αντίπαλος αυτού περιγράφεται κατά το πρότυπον των παραστάσεων του ψυχοπομπού αρχαγγέλου Μιχαήλ εν ταις αγιογραφίαις των εκκλησιών.]

    Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη.
    Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
    νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου
    νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
    Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
    Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
    "Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνης;
    -Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
    συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι.
    Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
    που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
    παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
    κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
    με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργυαίς κοντάρι.
    Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
    νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
    Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
    κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
    Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
    πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
    με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
    κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του."

    Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
    κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
    κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.

     

    Κλέφτικα

    ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ

     

    Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
    το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
    Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι.
    Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
    "Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
    που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες.
    Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος,
    έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις,
    κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
    Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια,
    γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
    Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
    πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
    -"Ήλιε μ', δεν κρους ταποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
    να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".

    24

    Το άσμα είναι αλληγορικόν, υπονοούν κλέφτην, όστις και κατά τον χειμώνα δεν εννοεί ν' απόσχη του αγώνος, αλλά παραμένει εις τα βουνά. Όμοιον είναι και το τεμάχιον, το όποιον αποτελεί την κατακλείδα του προηγουμένου άσματος του Ολύμπου και του Κισάβου.]

    'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
    από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
    δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
    μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
    Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
    εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
    Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
    και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
    "Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
    να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
    να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
    να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
    να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια".

    43

    ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ

     

    Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει:
    Σύρτε, παιδιά μου, 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
    και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
    να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος.

    Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
    για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
    που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
    Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
    και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
    για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
    δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

    Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ' ωριό κιβούρι
    να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
    Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
    να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
    να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
    και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.

    Τραγούδια της ξενιτιάς

    166

    "Σ' αφήνω γεια, μαννούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
    έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλαις.
    Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά 'ς τα ξένα.
    Θα φύγω, μάννα, και θα ρτώ και μην πολυλυπειέσαι.
    Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
    με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
    και με ταστέρια τουρανοϋ, τα ρόδα του Μαΐου.
    Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
    θανά σου στέλνω πράματα, π' ουδέ τα συλλογειέσαι.
    -Παιδί μου, πάαινε 'ς το καλό κι' όλοι οι αγιοί κοντά σου,
    και της μαννούλας σου η ευχή να είναι για φυλαχτό σου,
    να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
    Θυμήσου με, παιδάκι μου, κ' εμέ και τα παιδιά μου,
    μη σε πλανέση η ξενιτειά και μας αλησμονήσης.
    -Κάλλιο, μαννοϋλα μου γλυκεία, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
    παρά να μη σας θυμηθώ 'ς τα έρημα τα ξένα."

    Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
    καράβια δεν τον είδανε, ναύταις δεν τόνε ξέρουν.
    Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
    τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάννα αλησμονάει.

    Παραλογές

    ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

     

    Μάννα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
    την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
    την είχες δώδεκα χρονώ κ' ήλιος δε σου την είδε!
    'Σ τα σκοτεινά την έλουζε, 'ς τάφεγγα τη χτενίζει,
    'ς τάστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
    Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
    να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά 'ς τα ξένα.
    Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι' ο Κωσταντίνος θέλει.
    "Μάννα μου, κι' ας τη δώσωμε την Αρετή 'ς τα ξένα,
    'ς τα ξένα κει που περπατώ, 'ς τα ξένα που πηγαίνω,
    αν πάμ' εμείς 'ς την ξενιτειά, ξένοι να μην περνούμε.
    -Φρόνιμος είσαι, Κοισταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
    Κι' α μόρτη, γιε μου, θάνατος, κι' α μόρτη, γιε μου, αρρώστια,
    κι' αν τύχη πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρη;
    -Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
    αν τύχη κ' έρτη θάνατος, αν τύχη κ' έρτη αρρώστια,
    αν τύχη πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω."
    Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή 'ς τα ξένα
    κ' εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες ωργισμένοι
    κ' έπεσε το θανατικό, κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
    βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
    'Σ όλα τα μνήματα έκλαιγε, 'ς όλα μοιρολογειώταν,
    'ς του Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
    "Ανάθεμα σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
    οπού μου την εξώριζες την Αρετή 'ς τα ξένα!
    το τάξιμο που μού ταξες, πότε θα μου το κάμης;
    Τον ουρανό βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
    αν τύχη πίκρα γη χαρά να πας να μου τη φέρης."
    Από το μυριανάθεμα και τη βαρειά κατάρα,
    η γης αναταράχτηκε κι' ο Κωσταντής εβγήκε.
    Κάνει το σύγνεφο άλογο και τάστρο χαλινάρι,
    και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

    Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
    Βρίσκει την κ' εχτενίζουνταν όξου 'ς το φεγγαράκι.
    Από μακριά τη χαιρετά κι' από κοντά της λέγει.
    "Άίντε αδερφή, να φύγωμε, 'ς τη μάννα μας να πάμε.
    Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
    "Αν ίσως κ' είναι για χαρά, να στολιστώ και νά ρθω,
    κι' αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα νά ρθω.
    -Έλα, Αρετή, 'ς το σπίτι μας, κι' ας είσαι όπως και αν είσαι."
    Κοντολυγίζει τάλογο και πίσω την καθίζει.

    'Σ τη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούυσαν,
    δεν κιλαϊδουσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
    μόν' κιλαϊδουσαν κ' έλεγαν ανθρωπινή ομιλία.
    "Ποιός είδε κόρη νόμορφη να σέρνη ο πεθαμένος!
    -Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
    -Πουλάκια είναι κι' ας κιλαϊδούν, πουλάκια είναι κι' ας λένε."
    Και παρεκεί που πάγαιναν κι' άλλα πουλιά τους λένε.
    "Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παράξενο, μεγάλο,
    να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
    -Άκουσες, Κωσταντϊνε μου, τί λένε τα πουλάκια;
    πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
    -Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλευουν.
    -Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιαΐς μυρίζεις.
    -Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα 'ς τον άη Γιάννη,
    κ' εθυμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι."
    Και παρεμπρός που πήγανε, κι' άλλα πουλιά τους λένε.
    "Για ίδες θάμα κι' αντίθαμα που γίνεται 'ς τον κόσμο,
    τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!"
    Τάκουσε πάλι ή Αρετή κ' ερράγισε ή καρδιά της.
    "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
    -Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι' ό,τι κι' α θέλ' ας λέγουν.
    -Πες μου, που είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
    και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τόμορφο μουστάκι;
    -Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου."

    Αυτού σιμά, αυτού κοντά 'ς την εκκλησιά προφτάνουν.
    Βαριά χτυπά ταλόγου του κι' απ' εμπροστά της χάθη.
    Κι' ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
    Κινάει και πάει η Αρετή 'ς το σπίτι μοναχή της.
    Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμμένα
    βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαϋρο,
    βλέπει μπροστά 'ς την πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
    Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
    και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
    Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
    "Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι' αν είσαι εχτρός μου φύγε,
    κι' αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
    κ' η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά 'ς τα ξένα.
    -Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκεία μου μάννα.
    -Ποιος εϊν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα;
    -Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε κ' εγώ είμαι η Αρετή σου."

    Κατέβηκε, αγκαλιάστησαν κι' απέθαναν κ' οι δύο.

    ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

     

    Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
  • γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
    Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
    Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
    "Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
    ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
    Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
    δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
    παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
    "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
    και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
    παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
    που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

    Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
    Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
    Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
    αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
    Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
    "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
    γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

    Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
    Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
    Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
    "Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
    μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
    "Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
    και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
    "Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
    εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
    Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
    "Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
    τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."

    Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
    παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
    "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
    Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
    η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
    κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
    Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
    κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

    "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
    πο 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
    Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
    "Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
    κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
    τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.



Picture


Powered by Create your own unique website with customizable templates.